- πυκνοπνεύματος
- -ον, Ααυτός που έχει ταχεία αναπνοή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + πνεῦμα, -ατος (πρβλ. απο-πνεύματος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυκνοπνεύματος — having rapid respiration masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνοπνεύματον — πυκνοπνεύματος having rapid respiration masc/fem acc sg πυκνοπνεύματος having rapid respiration neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek